- ἀποδάκρῦσις
- ἀποδάκρ-ῦσις, εως, ἡ,A flow of tears, Cass.Pr.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποδακρύσει — ἀποδακρύ̱σει , ἀποδάκρῦσις flow of tears fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποδακρύ̱σεϊ , ἀποδάκρῦσις flow of tears fem dat sg (epic) ἀποδακρύ̱σει , ἀποδάκρῦσις flow of tears fem dat sg (attic ionic) ἀποδακρύ̱σει , ἀποδακρύω weep much for aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδακρύσεως — ἀποδακρύ̱σεω̆ς , ἀποδάκρῦσις flow of tears fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)